φηγος

φηγος
    φηγός
    ἥ
    1) дуб зимний (со съедобными желудями)
    

(Quercus esculus L.) Hom., Hes.

    ἥ παλαιὰ φ. Soph. — древний дуб, т.е. священный дуб в Додоне (по шелесту листьев которого гадали о воле Зевса)

    2) желудь Arph., Plat.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "φηγος" в других словарях:

  • φηγός — Valonia oak fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φηγός — η, ΝΑ, και δωρ. τ. φαγός Α νεοελλ. βοτ. επιστημονική ονομασία τού γένους τής οξιάς αρχ. 1. είδος δρυός με εδώδιμο βαλανίδι 2. το βαλανίδι τού παραπάνω φυτού 3. φρ. «ἡ παλαιὰ φηγός» δρυς που φύεται στην περιοχή τής Δωδώνης (Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ.… …   Dictionary of Greek

  • φηγοῖο — φηγός Valonia oak fem gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φηγοῖς — φηγός Valonia oak fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φηγοῖσι — φηγός Valonia oak fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φηγοῖσιν — φηγός Valonia oak fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φηγοί — φηγός Valonia oak fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φηγοῦ — φηγός Valonia oak fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φηγούς — φηγός Valonia oak fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φηγῶν — φηγός Valonia oak fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φηγῷ — φηγός Valonia oak fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»